- κεδρίδας
- κεδρίςfruit offem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιπάω — (Α) [λίπα] 1. λάμπω, στίλβω, γυαλίζω 2. είμαι παχύς, μαλακός, ζουμερός 3. λιπαίνω («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», Νίκ.) … Dictionary of Greek